- μεγαλόπιασμα
- το [μεγαλοπιάνομαι]το φέρσιμο εκείνων που μεγαλοπιάνονται.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλόπιασμα — το, ατος το να μεγαλοπιάνεται κανείς: Μόλις βρήκε μια καλή δουλειά άρχισε τα μεγαλοπιάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)